- χορομανία
- η, Ν1. μανιώδης αγάπη για τον χορό2. ιατρ. χορεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Π. Σ. Συνοδινό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοροιμανία — ἡ, Α [χοροιμανής] (επικ. τ.) η χορομανία … Dictionary of Greek